λούσεις

λούσεις
λούω
lǎvo
aor subj act 2nd sg (epic)
λούω
lǎvo
fut ind act 2nd sg
λοῦσις
washing
fem nom/voc pl (attic epic)
λοῦσις
washing
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταλουστικοί — καταλουστικοί, οἱ (Α) μέλη θρησκευτικού συλλόγου που εκτελούσαν λούσεις καθιερωμένες από την αίρεσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα λούομαι πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρηματ. επιθ. *κατά λουστος] …   Dictionary of Greek

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”